ιεροκαυτώ

ιεροκαυτώ
ἱεροκαυτῶ, -έω (Α)
1. προσφέρω θυσία ως ολοκαύτωμα
2. παθ. ἱεροκαυτοῡμαι, -έομαι
καίγομαι ως θύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -καυτώ (< -καυτος < καυτός), πρβλ. λυχνο-καυτώ, ολο-καυτώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”